ἀρτιότης

ἀρτιότης
ἀρτιότης
soundness
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀρτιότητα — ἀρτιότης soundness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητες — ἀρτιότης soundness fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητι — ἀρτιότης soundness fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιότητος — ἀρτιότης soundness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτιότητα — η (AM ἀρτιότης, ότητος) 1. η ακεραιότητα, η πληρότητα 2. η ιδιότητα ενός αριθμού ή μιας συνάρτησης να είναι άρτιοι. [ΕΤΥΜΟΛ. < άρτιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”